περιηγές

περιηγές
περιηγής
lying in a circle
masc/fem voc sg
περιηγής
lying in a circle
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιῆγες — περϊῆγες , περιάγω lead imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.) 2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ. β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ. γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”